“Χριστούγεννα στο χωριό” της Στέλλας Καλλέ

«Στέργιου, γίνκαν[1] τα λάχανα τουρσί», άκουσα τη γιαγιά να φωνάζει καθώς έβγαινε από το κουζινάκι στην αυλή και τα ροδαλά πάντα μάγουλά της πήραν μια πιο κόκκινη απόχρωση από την έξαψη.

«Ο Θεός με το καλό να φανερώσει τη γέννησή Του», απάντησε ο παππούς και χαμογέλασε κάτω από τα κίτρινα από τον καπνό μουστάκια του.

Στο σπίτι της γιαγιάς στον ακριτικό Έβρο, μόλις μια ανάσα μακριά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, τα Χριστούγεννα ήταν γεμάτα μυρωδιές, φαγητά και μια σειρά από έθιμα που γίνονταν με απίστευτη προσμονή και συνέπεια. Ήταν γεμάτα από ήχους και συνήθειες μιας γλυκιάς παράδοσης που θύμιζε σε όλους, μικρούς και μεγάλους, ποιανού δέντρου καρπός ήταν και πού βρίσκονταν οι ρίζες τους. Γιατί οι ρίζες τους, όσο κι αν βίαια σκαλίστηκαν, όσο κι αν ξαφνικά μετακινήθηκαν, παρέμεναν στην Ανατολική Θράκη, παρέμεναν στην αγαπημένη τους Αδριανού.

Μόλις άκουσα ότι έγιναν τα λάχανα έτρεξα πίσω από τη γιαγιά. Ήθελα να αρπάξουν τα ρουθούνια μου τη μυρωδιά από το φρεσκογινωμένο τουρσί. Βαριά μυρωδιά μα ταυτόχρονα τόσο οικεία. Στη σκέψη πως σε λίγο αυτά τα λάχανα θα μετατρέπονταν σε λαχταριστούς ντολμάδες σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ένα ολόκληρο χρόνο περίμενα αυτή τη μέρα. Τη μέρα που η γιαγιά θα άνοιγε προσεχτικά το καλά σφαλισμένο πλαστικό βαρελάκι και θα καταλάβαινε από το χρώμα που έχουν πάρει τα λάχανα ότι έγιναν τουρσί.

«Θα με βοηθήσεις στο γέμισμα ή θα κάθεσαι μόνο να κοιτάς;», με ρώτησε η γιαγιά βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.

«Πες μου τι να φέρω», φώναξα και έβαλα κι εγώ πάνω μου μια ποδιά, όμοια με αυτή που φορούσε η γιαγιά για να μη λερώνεται.

«Θα φτιάξουμε πρώτα τον γιόμο και μετά θα τα τυλίξουμε. Θέλουμε ρύζι, κρεμμύδι, νανέ, ντομάτα στον ρεντέ και λίγο κόκκινο πιπέρι».

«Γιαγιά, φέτος να τυλίξω κι εγώ;»

«Σφιχτά αμά, ναι; Σφιχτά όπως η αγκαλιά της Παναγιάς μου. Κάθε ντολμάς συμβολίζει τον σπαργανωμένο Χριστό, δεν κάνει το φύλλο να ξετυλίγεται μόνο του».

«Σφιχτά, πολύ σφιχτά», απάντησα και περίμενα να βράσει το ρύζι με τα μυρωδικά και να αρχίσω να τυλίγω με τα μικρά μου, άμαθα από μαγειρική, δάχτυλα.

Η γιαγιά με παρατηρούσε κι όποτε έβλεπε να μην τα καταφέρνω έλεγε:

«Βάζε μόνο τον γιόμο κι άσε σε μένα να κάνω το δέσιμο. Μια φορά το χρόνο τους φτιάχνουμε, να μην πάνε στράφι».

Τους έβαζε μετά τους λανανοντολμάδες στον τέντζερη, έναν έναν με τη σειρά και πάνω στον άλλο, τους περιέχυνε με ελαιόλαδο, έβαζε ένα πιάτο ανάποδα για να μην ανοίξουν και τους άφηνε να βράσουν σε σιγανή φωτιά μουρμουρίζοντας παράλληλα τα θρακιώτικα κάλαντα, όπως τα ’χε μάθει με τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη:

«Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε. Κοιλοπονούσε παρακαλούσε τους Αποστόλους, τους Αρχαγγέλους….»

«Τώρα που βάλαμε τους ντολμάδες στη φωτιά θα πάω μέσα στον σοφρά να ανοίξω φύλλο για την μπακλαβού. Σαράντα φύλλα θέλει το γλυκό για να γίνει καλό, όσες κι οι μέρες που νηστεύουμε», είπε και προχώρησε προς το κυρίως σπίτι που βρισκόταν ο ξύλινος, στρογγυλός σοφράς, όπου πια τον χρησιμοποιούσε μόνο για να ανοίγει φύλλα κι όχι για να τρώνε όπως παλιά.

Κάθισα απέναντί της για να μην την ενοχλώ. Ήθελα όμως να την κοιτάζω και να μαθαίνω. Τα φύλλα έπρεπε να γίνουν λεπτά και μεγάλα, να τοποθετηθούν με μαεστρία στο ταψί χωρίς να σπάσουν και να σιροπιαστούν σωστά για να μη μείνει κανένα κομμάτι σκληρό ή άγλυκο. Είχα δει τη γιαγιά τόσες πολλές να ανοίγει φύλλο, αλλά πάντα τη θαύμαζα. Στα φύλλα ήταν άφταστη, γρηγορινή, όπως την ονόμαζαν οι φίλες της. Βαστούσε στα χέρια της την οκλαή[2] όπως ακριβώς οι σολίστες το δοξάρι του βολιού κι άνοιγε τα φύλλα με ελάχιστες κινήσεις του χεριού της χωρίς τρύπες, χωρίς παιδεμό. Μετά τα τοποθετούσε πάνω στα ντιβάνια το ένα δίπλα στο άλλο πασπαλίζοντας με αλεύρι τις άκρες τους για να μην κολλήσουν μεταξύ τους.

Τα καρύδια τα είχε χτυπήσει με το γουδί την προηγούμενη μέρα και την κατσαρόλα που θα έβραζε το σιρόπι την έβαζε στη φωτιά μόλις τελείωνε το άνοιγμα και του τελευταίου της φύλλου. Καθώς βουτύρωνε τα φύλλα, η μυρωδιά από το ξυλάκι της κανέλας που χόχλαζε μαζί με το νερό και τη ζάχαρη κατέκλυζε το μικρό δωμάτιο. Ανέπνεα και μύριζα ευωδία.

Στο τέλος έβαλε τον μπακλαβά να ψηθεί στη μασίνα και σταύρωσε με τα γερασμένα πια δάχτυλά της το πορτάκι της.

«Για να ψηθεί χωρίς να καεί», απάντησε στο απορημένο βλέμμα μου και συνέχισε να κάνει δουλειές. Έπρεπε τόσα πολλά να γίνουν μέχρι να πέσει ο ήλιος…

Η παραμονή των Χριστουγέννων σε κάθε θρακιώτικο σπίτι, σε κάθε προσφυγική οικογένεια ήταν μια μεγάλη γιορτή. Γιορτή με το πλούσιο, νηστίσιμο τραπέζι με τα εννιά φαγητά, γιορτή με ζουρνάδες και νταούλια που συνόδευαν τις φωνές των νεαρών παλικαριών του χωριού που τραγουδούσαν τα παραδοσιακά κάλαντα από πόρτα σε πόρτα προσφέροντας κρασί και στήνοντας αυτοσχέδια γλέντια, γιορτή από ευχές των συγγενών μεταξύ τους για τη χαρμόσυνη μέρα που ξημέρωνε.

Για μένα όμως τα Χριστούγεννα ήταν η νοστιμιά από τον λαχανοντολμά που τύλιξα, η γέμιση του καλά σιροπιασμένου μπακλαβά που λιμπίστηκα, τα κουρασμένα αλλά χαρούμενα πρόσωπα του παππού και της γιαγιάς, η σκέψη ότι οι διακοπές του σχολείου ξεκινάνε και θα μπορώ να τις περάσω μαζί τους. Στη ζεστασιά της σόμπας και της αγκαλιάς τους. Με ήχους παραμυθιών και θρακιώτικης μουσικής. Με κρυμμένους κάτω από τα κρεβάτια καλικάντζαρους, με ιστορίες από τα παλιά και μυστικές συνταγές.

Κάθε φορά που πλησιάζουν Χριστούγεννα εκεί ταξιδεύει το μυαλό μου και πλημμυρίζουν οι αισθήσεις μου αναμνήσεις. Κι ας έμαθα πια να φτιάχνω μόνη μου γλυκά και φαγητά. Κι ας συνεχίζω και στο δικό μου πια σπίτι τις πατρογονικές παραδόσεις. Κι ας είμαι εγώ πια αυτή που φτιάχνει ιστορίες με το νου και τρυφερά παραμύθια. Γιατί όλοι μας κρύβουμε μέσα μας ένα παιδί που θα λαχταρά πάντα να ξημερώσουν Χριστούγεννα. Ένα παιδί που λαχταρά το φως της αγάπης!

Καλές γιορτές γεμάτες φως σε όλους!

 

[1] έγιναν

[2] πλάστης