Και τώρα εδώ, στο παγκάκι κοντά στο στολισμένο δέντρο. Τι άτυπο ραντεβού και αυτό… Δεν θυμάμαι καν ποια μέρα ξεκίνησε, όμως μέσα στο μυαλό μου είναι κάθε φορά σαν να δίνουμε ραντεβού. Ακόμα και σήμερα, κι ας μην έρθουν. Προπαραμονή βλέπεις. Έχω μέρες τώρα που το μυαλό μου στριφογυρίζει διαφορετικά, χωρίς να ξέρω τι μου φταίει. Ίσως να είναι και αυτή η μαγεία των ημερών, η βαρυσήμαντη μαγεία των Χριστουγέννων που μας τυλίγει και μας κάνει να νιώθουμε όλη τη ζεστασιά του κόσμου διαφορετικά. Τόση ζεστασιά που με αναγκάζει να βγω από το σπίτι για να μην με πνίξει. Να καταφέρω να πάρω έστω λίγο αέρα.
Από παιδί με θυμάμαι με αυτή την μαγεία να παλεύω. Παλεύω να κάνω τις μέρες γιορτινές, παλεύω να αντέξω τις οικογενειακές, ευτυχισμένες μαζώξεις. Να είναι όλοι καλά εκείνες τις μέρες, να είμαι σίγουρη πως κανείς δεν θα πει καμιά κουβέντα παραπάνω, κανείς δεν θα νιώσει παραγκωνισμένος, μέχρι να γυρίσουμε όλοι στα σπίτια μας. Εγώ βέβαια έμενα εκεί και αυτό με κατέτασσε αυτόματα στη θέση του προύχοντα και ταυτόχρονα του ενοχλητικού στα μάτια των συνομήλικών μου συγγενών.
Δεν ξέρω αν τις θυμάμαι όλες τις γιορτές δύσκολες, είμαι όμως σίγουρη πως μέχρι τα 18 μου όλη η μαγεία κρυβόταν στα ρούχα της γιαγιάς μου. Τα ρούχα που μύριζαν κανέλα, τα ρούχα που λερώνονταν δύο μέρες συνεχόμενες για να τα έχει όλα έτοιμα και να μαζευτούμε όλοι γύρω από το τραπέζι. Και όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι: Θείες, θείοι, ξαδέρφια, μακρινά και κοντινά, και πάντα στο κέντρο αυτού του κυκλικού τραπεζιού ο παππούς και η γιαγιά. Ο παππούς πάντα μας περίμενε ήδη καθισμένος στην καρέκλα του, σε μία άτυπη κεφαλή του κύκλου. Κι εμείς, απλωνόμασταν τριγύρω. Κουβαλούσαμε τα πιάτα στο τραπέζι και προσπαθούσαμε πρώτοι να κλέψουμε λίγο παστουρμά από την πιατέλα με το τσιμένι. Δεν νοούνταν τραπέζι γιορτινό χωρίς νόστιμο και καλοκομμένο παστουρμά. Άγραφος νόμος των γιορτών. Ακόμη κι όταν μεγαλώσαμε εμείς οι μικροί, εξακολουθούσαν οι θέσεις μας να βρίσκονται στον καναπέ και, για να φτάνουμε καλύτερα στο τραπέζι, βάζαμε τα πιο μεγάλα και φαρδιά μαξιλάρια του καναπέ για να καθίσουμε επάνω. Δεν έχω ιδέα γιατί δεν παίρναμε κι άλλες καρέκλες. Δεν ξέρω ούτε πότε θα αλλάζαμε θέσεις, ούτε αν κάποιος θα έπαιρνε τις δικές μας. Πριν τα μάθω όλα αυτά ο παππούς πέθανε και το τραπέζι του σαλονιού δεν ξαναγέμισε. Κόπηκε η κλωστή που μας έδενε και ο κύκλος έγινε μια ευθεία. Υπήρξαν λίγα χρόνια ακόμα που εγώ ήμουν τυχερή και χωνόμουν στην αγκαλιά της γιαγιάς, αλλά ούτε αυτή ξαναλερώθηκε τόσο πολύ. Όταν μας αποχαιρέτησε, κλείσαμε πίσω μας και την γυάλινη συρτή πόρτα του σαλονιού. Μου άρεσε τόσο να χαϊδεύω με τα δάχτυλά μου εκείνο το ανάγλυφο, φυσητό της γυαλί, που νόμιζα πως ήταν μόνο για στολίδι. Μα τόσα χρόνια στέκει στο σπίτι της γιαγιάς κλειστή και ακίνητη, σαν γυάλινο σύνορο ανάμεσα στην αγάπη και την μοναξιά, την αθωότητα και την ενηλικίωση.
Έχω πολλά χρόνια που οποιαδήποτε άλλη οικογενειακή συνάντηση την αποφεύγω. Νιώθω πως είναι για μένα, όπως την πρώτη χρονιά που μαθαίνεις πως δεν υπάρχει άγιος Βασίλης που φέρνει τα δώρα. Απότομα χάνεται η προσμονή και η χαρά και γίνεται μία ακόμη εθιμοτυπική ανταλλαγή δώρων. Έτσι χάθηκε και η δική μου έννοια της οικογενειακής, εορταστικής συνάντησης. Δε θέλω να τους δω, δε θέλω να βάλω τα καλά μου, δε θέλω ούτε να αγκαλιαστούμε, ούτε να φιληθούμε. Φτιασίδια χριστουγεννιάτικα μου φαίνονται όλα, που θα ταίριαζαν με άνεση και στις απόκριες.
«Κι απόψε εδώ είσαι κορίτσι μου;», με ρώτησε ξαφνικά η παρέα μου. «καλώς τους, καλώς τους!», είπα μόνο αγκαλιάζοντάς τους. Ο κύριος Κώστας είχε πλησιάσει ήδη δίπλα μου, κρατώντας συνεχώς την κυρία Σωτηρία από το χέρι, για να μην του πέσει. Άλλωστε ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ήταν και οι δύο τυλιγμένοι μέσα στα παλτά τους και φορούσαν δύο, σχεδόν ίδια, μαύρα σκουφιά που κρατούσαν τα αυτιά τους ζεστά αφήνοντας τα χιονισμένα τους μαλλιά να ξεπροβάλλουν. Έβγαιναν κι εκείνοι τα απογεύματα για βόλτα, όχι για να ξεσκάσει το σκυλί τους, όπως έκανα εγώ, μα για να το απολαύσουν οι ίδιοι. Ήταν η δική τους ρουτίνα που τους έκανε να νιώθουν πιο ζωντανοί.
Πριν από έναν χρόνο τους πρωτοείδα και είχα την σκυλίτσα μου μόλις για έξι μήνες. Φοβισμένη και κουτάβι ακόμη δεν πλησίαζε εύκολα τους άλλους. Όταν πρώτη φορά πήγε να την χαϊδέψει η κυρία Σωτηρία, τότε εκείνη πετάχτηκε να κρυφτεί. Για τα επόμενα πέντε λεπτά απολογούνταν η καλή μου η κυρία Σωτηρία, πως ποτέ της δεν έχει πειράξει ούτε μύγα. Ήθελε μόνο να χαϊδέψει το τριχωτό μου κουτάβι. Την επόμενη βδομάδα που τους ξαναείδα, καθόμουν ήδη στο παγκάκι για να ξεμπλέξω το λουρί της σκυλίτσας μου. Κάθισαν δίπλα μου και το κουτάβι μου κουλουριάστηκε στα πόδια της κυρίας Σωτηρίας. Έλαμψε το πρόσωπό της από χαρά. «Στο είπα, τα αγαπάω τα ζώα και με αγαπάνε κι αυτά», μου υπενθύμισε, σαν επιβεβαίωση κλείνοντάς το αριστερό της μάτι. Από τότε σχεδόν κάθε μέρα συναντιόμαστε έστω και για πέντε λεπτά, και μοιραζόμαστε χαμόγελα και χάδια.
«Σας περίμενα για να σας ευχηθώ χρόνια πολλά», ήταν το μόνο που βρήκα να πω. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους μεταφέρω ούτε σταγόνα από την θλίψη μου. Ήταν δική μου και θα έβρισκα τρόπο να την διαχειριστώ. Υποτίθεται μεγάλωσα και ξέρω να γιατρεύω τον εαυτό μου. «Σου πάνε τα φωτάκια από τα λαμπάκια. Κοίτα πως φεγγοβολάνε γύρω σου κορίτσι μου», είπε σχεδόν τραγουδιστά ο κύριος Κώστας. «Μοιάζεις κι εσύ με αγγελάκι», τελείωσε την πρότασή του. «Μπορεί και με καλικαντζαράκι», αποκρίθηκα χασκογελώντας.
Το κινητό μου ήδη χτυπούσε, σημάδι πως είχα ήδη λείψει σε κάποιον και μάλλον είχε περάσει η ώρα. Όμως ούτε στιγμή δεν ένιωσα κρύο, υγρασία ή τα λεπτά του ρολογιού να τρέχουν γύρω μας. «Μεθαύριο σκέφτηκα να έρθετε σπίτι μου. Θα σας ετοιμάσω ένα αξέχαστο τραπέζι με τα πιο νόστιμα φαγητά που έχετε γευτεί. Τι λέτε;», τους είπα λίγα δευτερόλεπτα πριν φύγω. Είχα ήδη σηκωθεί όρθια και αντί να πω «καλά Χριστούγεννα», τους προσκάλεσα σε ένα τραπέζι που δεν είχα ιδέα πως θα ετοίμαζα. «Θα είμαστε εγώ και ο φίλος μου και θα προσκαλέσω και δύο φίλους μας ακόμη. Εσείς όμως δε θα ήθελα να λείπετε. Μη μου χαλάσετε το χατίρι!», αυτό το ξεφούρνισα με μια ανάσα.
Το ραντεβού κλείστηκε και καθώς έφευγα, άκουγα την κυρία Σωτηρία να συζητάει με τον κύριο Κώστα για τι θα φορέσει. Ήθελε, λέει, κάτι φωτεινό και χρωματιστό να βάλει. Γιορτινές μέρες έχουμε!
Ωραία μέχρι εδώ, τώρα έμενε να σκεφτώ τι θα μαγειρέψω και πως θα στήσω το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Δύο μέρες μου ήταν αρκετές. Ευτυχώς έχω παστουρμά στο ψυγείο. Τον πήρα προχθές από το Καπάνι. Περνούσα από μπροστά και το θεώρησα ύβρη να μην πάρω…