Εκείνο το πρωινό, ο Άη Βασίλης μπήκε προβληματισμένος μέσα στο γραφείο του. Το γράμμα που πριν λίγο είχε διαβάσει, δεν ήταν όπως τα συνηθισμένα. Πήρε τη μασιά στα χέρια του κι ανακάτεψε τη φωτιά που κόντευε να σβήσει μέσα στο τζάκι. Και τότε, οι φλόγες θαρρείς ξύπνησαν κι άρχισαν να χορεύουν σαν μικρές μπαλαρίνες. Κάθισε στην πολυθρόνα του και το ξωτικό που βρισκόταν δίπλα του, του πρόσφερε την κούπα με το χριστουγεννιάτικο αρωματικό τσάι. Διέκρινε, όμως, πως τον Άγιο Βασίλη κάτι τον προβλημάτιζε.
«Τι σου συμβαίνει, Άγιε; Γιατί είσαι στεναχωρημένος;»
Ο Άη Βασίλης φόρεσε τα γυαλιά του, έβγαλε από την τσέπη του το γράμμα που του είχε προκαλέσει προβληματισμό και θλίψη, το ξεδίπλωσε και το διάβασε φωναχτά για μια φορά ακόμη.
Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Με λένε Ερίφ και είμαι δώδεκα χρονών. Ζω σε ένα χωριό της Αφρικής και κάθε μέρα, περπατάω πολύ για να πάω σχολείο. Εδώ που μένουμε, μας λείπει το φαγητό και το καθαρό νερό και, πολλές φορές, πεθαίνουν μεγάλοι και παιδιά, γιατί δεν έχουμε φάρμακα. Περπατάμε ξυπόλητοι γιατί δεν έχουμε παπούτσια και τα ρούχα μας είναι παλιά. Τα παιχνίδια μας είναι από χώμα και ξύλα. Όμως, δεν θέλω να μου στείλεις παιχνίδια. Μονάχα, τρόφιμα, νερό, φάρμακα και, αν σου περισσεύουν, ρούχα και παπούτσια. Ο παππούς μου, μου μίλησε για την αγάπη που είναι σπάνια, λέει, και δεν την έχουν όλα τα παιδιά, όπως εγώ. Σε παρακαλώ, Άγιε Βασίλη, αν έχεις από αυτές τις αγάπες τις σπάνιες που λέει ο παππούς, στείλε μου πάρα πολλές για να μοιράσω σε όλα τα παιδιά της χώρας μου.
Σ’ ευχαριστώ, Ερίφ
«Κατάλαβες τώρα, αγαπημένο μου ξωτικό, γιατί έχω αυτή τη διάθεση; Όσο κι βοηθήσουμε εμείς, όσα θαύματα κι αν γίνουν, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι στον πλανήτη που θα υποφέρουν. Πρέπει να αλλάξουν οι καρδιές και η σκέψη αυτών που λέγονται “μεγάλοι”».
«Έχεις δίκιο. Κάποιοι πετάνε τα φαγητά τους στα σκουπίδια και άλλοι δεν έχουν να φάνε», αποκρίθηκε το ξωτικό και κούνησε το κεφάλι λυπημένο.
Ο Άγιος σηκώθηκε, έστρωσε τη στολή του και έτρεξε ευθύς στο εργοστάσιο, όπου δούλευαν ασταμάτητα τα υπόλοιπα ξωτικά. Φώναξε τον βοηθό του και του παρέδωσε το γράμμα.
Αφρική, παραμονή Χριστουγέννων. Η ζέστη, σε εκείνη τη μεριά του πλανήτη, ήταν αφόρητη το πρωί, ενώ το βράδυ, η θερμοκρασία έπεφτε αισθητά. Η Ερίφ μόλις είχε πλαγιάσει στο στρώμα που ακουμπούσε κάτω στο χώμα, κουκουλωμένη με μια βαριά κουρελού, και κοιτούσε τα αστέρια από το παράθυρο της καλύβας. Δεν πρόλαβε να την ταξιδέψει ο ύπνος, όταν στ’ αυτιά της έφτασαν περίεργοι ψίθυροι. Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια της, θαρρείς και ήταν ζωγραφιά από παραμύθι. Ο ουρανός, κατάλευκος. Για πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε κάτι λευκά μικρά σαν πούπουλα να πέφτουν από ψηλά. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω ξαφνιασμένη καθώς είδε τον Άγιο Βασίλη με το έλκηθρο του να προσγειώνεται πολύ κοντά. Τα ξωτικά άρχισαν να κατεβάζουν μικρά και μεγάλα τσουβάλια δίπλα στην καλύβα της. Το μικρό κορίτσι ένιωσε μια αβάσταχτη χαρά. Ήθελε να φωνάξει, να χορέψει, να τραγουδήσει, μα συγκρατήθηκε. Δεν ήθελε να χαλάσει αυτό που έμοιαζε σαν όνειρο και ξεδιπλώνονταν μπροστά της.
Μόλις τα μικρά ξωτικά τελείωσαν τη δουλειά τους, ανέβηκαν ξανά στο έλκηθρο. Οι τάρανδοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής και καθώς διέσχιζαν τα ουράνια, μια γλυκιά μελωδία από κουδουνάκια ήχησε στα αυτιά της δωδεκάχρονης που δήλωνε τον αποχαιρετισμό.
Η μικρή Ερίφ σήκωσε με προσοχή την καλαμωτή που υπήρχε για πόρτα και βγήκε έξω. Το χιόνι είχε σταματήσει. Διάβασε τις λέξεις επάνω στα τσουβάλια. Όλα έγραφαν το όνομα της και όλα όσα είχε ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη, ήταν εκεί. Μόνο ένα τσουβάλι έλειπε. Λυπημένη, κατέβασε το κεφαλάκι της και λίγο πριν μπει στην καλύβα, ένα χέρι ζεστό, έπιασε το δικό της. Γύρισε απότομα. Είδε μια όμορφη, ψηλή γυναίκα, τυλιγμένη μέσα σε κόκκινη λάμψη. Δεν φοβήθηκε. Παρατήρησε τα γλυκά, χαμογελαστά της μάτια.
«Ποια είσαι;» τη ρώτησε.
«Είμαι εκείνη που κατοικώ στις ψυχές των ανθρώπων. Κάποιοι με διώχνουν, μα άλλοι με κρατούν μέσα τους, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Ήρθα σε σένα, γιατί με ζήτησες», είπε η γυναίκα και άνοιξε τα χέρια της.
Η μικρή Ερίφ κατάλαβε ποια ήταν και κούρνιασε στην ζεστή αγκαλιά της. Από τότε μέχρι και σήμερα, η μικρή Ερίφ που μεγάλωσε, συνεχίζει να ζητάει από τον Άη Βασίλη, κάθε χρόνο, τα ίδια δώρα. Και φυσικά, το πιο πολύτιμο και σπάνιο -όπως της έλεγε ο παππούς της-, την ΑΓΑΠΗ.
Καλές γιορτές με υγεία και την σπάνια αγάπη!