“Το δώρο” της Ευγενίας Βουτσινα-Βασιλειάδου

Πλησιάζουν τα  Χριστούγεννα και γυρνώντας στο μονοπάτι των αναμνήσεων μου με νοσταλγία, θυμήθηκα μια ιστορία που έζησα  στα παιδικά μου χρόνια.

Με τους γονείς και τα αδέρφια μου ζούσα στην πανέμορφη Πάτρα. Η ζωή μου εκεί περνούσε ανέμελα και ένιωθα πολύ ευτυχισμένη, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε. Η μητέρα μου μας φρόντιζε  με αγάπη και μας δίδασκε το καλό και για αυτό με τα αδέρφια μου ήμασταν πάντα αγαπημένοι.  Όσο για τον  πατέρα μου κουραζόταν πολύ γιατί  δούλευε  σε δυο δουλειές, και ερχόταν στο σπίτι  το βράδυ κατάκοπος, μα οι  λίγες ώρες που περνούσαμε μαζί του ήταν γεμάτες από αγάπη.

Είχα και κάποιες  αγαπημένες φίλες, μια από αυτές ήταν η Βασιλική. Ήμασταν συμμαθήτριες, ήταν  από πλούσια οικογένεια, όμως αυτό δεν μας εμπόδιζε να είμαστε φίλες.  Συχνά με καλούσε στο σπίτι της να διαβάσουμε και σαν τελειώναμε παίζαμε. Μια μέρα που την επισκέφτηκα  γεμάτη χαρά  μου είπε:

« Έλα να σου δείξω τι μου έφερε ο πατέρας μου από το ταξίδι του στη Γαλλία!»  Αμέσως μετά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε  στο δωμάτιο της δείχνοντας μου   μια πανέμορφη κούκλα. Εγώ βλέποντας την έμεινα έκθαμβη  και για  λίγο  τη κοιτούσα  σαν μαγεμένη. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά και φορούσε ένα ροζ κεντημένο μεταξωτό φόρεμα και  παπουτσάκια άσπρα.

Την κοίταζα και δεν την χόρταινα, και κάποια  στιγμή είπα στη φίλη μου: «Είναι η πιο όμορφη  κούκλα που έχω δει και χαίρομαι πολύ για σένα Βασιλική μου!»

«Ναι είναι πολύ όμορφη!», μου είπε  και μου την έδωσε να την κρατήσω.

Εγώ την πήρα  και την κρατούσα σαν να ήταν θησαυρός  και παίζαμε  για ώρα μαζί της. Φεύγοντας  από το σπίτι της, ένοιωθα χαρά για τη φίλη μου, μα από την άλλη σκεφτόμουν με θλίψη ότι εγώ ποτέ  δεν θα  μπορούσα να αποκτήσω μια τέτοια κούκλα. Όμως αμέσως  μετά έδιωξα αυτή τη σκέψη από το μυαλό μου.

Περνούσε ο  καιρός  και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν χριστουγεννιάτικα γλυκά. Το ίδιο κάναμε και εμείς στο σπίτι μας για να υποδεχτούμε το μικρό Χριστό.

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων  χτύπησε η πόρτα μας και σαν άνοιξα  είδα στο άνοιγμα της το θείο μου το Γεράσιμο.  Ήταν ο αδερφός της μητέρας μου, ναυτικός που έκανε μακρινά ταξίδια. Στα χέρια του κρατούσε κουτιά με χρωματιστές κορδέλες.

«Καλώς ήρθες θείε μου, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω!» του είπα.

«Καλώς σας βρήκα!», είπε  και  πέρασε μέσα στο σπίτι, και όλοι τον καλωσόρισαν με πολύ αγάπη.

«Αυτό είναι για σένα!» μου είπε, κι εγώ γούρλωσα τα μάτια μου καθώς μου έδωσε το πιο μεγάλο κουτί.

Το πήρα με χέρια που έτρεμαν από χαρά και από τη λαχτάρα μου έσκισα όπως- όπως το περιτύλιγμα.  Και τι είδαν τα μάτια μου! Μια πανέμορφη κούκλα!  Ήταν   ίδια με αυτή της   φίλης μου και  φορούσε ένα υπέροχο  πράσινο φόρεμα.  Την πήρα  στα χέρια μου  και από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα χαράς.

«Σε  ευχαριστώ  θείε  μου για το όμορφο δώρο που μου έφερες! Σε ευχαριστώ! Δεν  το πιστεύω ότι θα έχω μια τόσο όμορφη κούκλα!».

«Χαίρομαι που σου αρέσει, την αγόρασα από την Ιταλία! Μόλις την είδα σκέφτηκα να ένα ωραίο δώρο για την Ευγενία μας»,  είπε εκείνος.

Τότε ασυναίσθητα την έσφιξα στην αγκαλιά μου και  την άκουσα να λέει: «Μαμά… μαμά» και έμεινα έκπληκτη.

«Η κούκλα μιλάει!» είπα και ήμουν τόσο ευτυχισμένη.

«Έκπληξη! Δεν είναι υπέροχη; Κι εμένα μου έκανε εντύπωση όταν την άκουσα να μιλάει και περίμενα τη στιγμή που θα την ακούσεις κι εσύ!» είπε ο θείος μου.

«Είμαι πολύ ευτυχισμένη με το δώρο που μου έκανες  θείε μου και σε ευχαριστώ πολύ, αυτή την ημέρα δεν θα την ξεχάσω  ποτέ!».

Αμέσως σκέφτηκα ότι η ζωή είναι ένα όμορφο ταξίδι που κρύβει εκπλήξεις σε κάθε στροφή. Η κάθε μέρα δε γνωρίζουμε τι μπορεί να μας φέρει, για αυτό πρέπει πάντα να ελπίζουμε για το καλύτερο.

Όσο για την κούκλα,  από τότε δεν την αποχωρίστηκα ποτέ και την έχω κρατήσει μέχρι σήμερα, για να μου θυμίζει  εκείνα τα  ξεχωριστά Χριστούγεννα που ήταν από τα πιο ευτυχισμένα που έζησα στη ζωή μου και θα  τα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία και αγάπη.