Μια Κυριακή, αρχές Δεκεμβρίου του 1999 ήτανε. Οι γιατροί του είχαν συστήσει να περπατά. Η χοληστερίνη είχε φτάσει στα ύψη. Παρά τρίχα το γλίτωσε το έμφραγμα. Τυχερός σε αυτό, τυχερός και για το ότι έμενε σε ένα τόσο όμορφο τόπο. Το έλεγε κι αγνάντευε τη θάλασσα. Δέκα λεπτά από το σπίτι του ήταν η μεγάλη παραλία. Όλο το καλοκαίρι έσφιζε από κόσμο. Τώρα ερημική μεν, ιδανική όμως για τον πρωινό του περίπατο. Το μπλε τον γαλήνευε, τον ηρεμούσε. Αυτό της θάλασσας κι εκείνο του ουρανού που ενώνονταν αυτά τα αχνισμένα από την πρωινή πάχνη πρωινά. Αν και είχαμε μπει καλά στο χειμώνα, οι μέρες κρατούσαν κάτι από καλοκαίρι με το φως του. Ήταν μόλις 42 ετών. Έπρεπε να προσέχει την υγεία του… δεν ήταν και λίγο αυτό που έπαθε, σκέφτηκε και τάχυνε το βήμα του. Σκέφτηκε επίσης την οικογένειά του, στήριγμα και φωλιά του. Τα παιδιά ήταν ακόμα μικρά, τον χρειάζονταν.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα κι έπρεπε να σκεφτούν με τη γυναίκα του τί δώρο θα τους κάνουν. Ο μικρός, ο Δημήτρης, ήθελε ένα από εκείνα τα playstation, το τελευταίο μοντέλο. Τους είχε πιπιλίσει το μυαλό όλο το χρόνο.
Κι εκείνοι το είχαν και κάπως σαν πίεση για να πάει καλά στο σχολείο “Γράψε καλά στο διαγώνισμα και θα σου φέρει ο Άγιος Βασίλης το playstation που θέλεις.” Και δεν τα είχε πάει κι άσχημα ο μικρός…η αλήθεια να λέγεται. (Γέλασε ο Στέργιος συλλογιζόμενος τον μικρό να ανοίγει το δώρο που τόσο επιθυμούσε)
«Τι τάζει κι αυτός ο Άγιος ακριβά δώρα!», μονολόγησε.
Με εκείνο το μεγάλο, το Μίλτο τί θα έκαναν. Είχε φτάσει 15 πια. Τώρα δεν τον συγκινούσαν ιδιαίτερα τα παιχνίδια. Περνούσε και εφηβεία…
Τον ρωτούσαν τι να του φέρει ο Άγιος Βασίλης και τους κοιτούσε με μισό μάτι… «Άσε μας ρε μπαμπά! Ποιος Άγιος Βασίλης;» Είχε αρχίσει να μην πιστεύει πια σε παραμύθια. Η Ελένη, η μάνα τους, ήθελε πάντα τα παιδιά να ζουν τα Χριστούγεννα παραμυθένια, έτσι έλεγε. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται… Στόλιζε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη, τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, έφτιαχνε γλυκά για να μυρίσει το σπίτι Χριστούγεννα και γενικά δημιουργούσε ένα ολόκληρο σενάριο για την έλευση του Αγίου. Μάλλον κι η ίδια το πίστευε γιατί όταν της έλεγε ο Στέργιος μήπως να μην ονειροβατεί τόσο και να μην βάζει τα αγόρια τους σε αυτή τη διαδικασία γιατί ίσως τους κακοφανεί όταν μάθουν την αλήθεια, εκείνη απαντούσε: «Γιατί Στέργιο πιστεύεις δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης; Και βέβαια υπάρχει! Στις καρδιές μας!». Ίσως έφταιγε που ήταν δασκάλα και είχε να κάνει με παιδιά..
Την αγαπούσε την Ελένη του γιατί έκανε τη ζωή του νεραϊδένια. Την αγαπούσε για αυτά και για άπειρους άλλους λόγους ή χωρίς λόγους.
Λαχάνιασε…και σκύβοντας ακούμπησε με τις παλάμες τα γόνατα του προσπαθώντας να δώσει ρυθμό στην ανάσα του. Με την άκρη του βλέμματός του διέκρινε ένα μικρό μπουκαλάκι να χορεύει στο κύμα, αναποφάσιστο για το αν θα βγει έξω στην ακτή ή θα συνεχίσει το ταξίδι του.
Η πρώτη του σκέψη ήταν να σιχτιρίσει άλλη μια φορά αυτούς τους άγνωστους που πετάνε σκουπίδια στις ακτές. Συχνά γύριζε πίσω με μια τσάντα που είχε στην τσέπη του και την γέμιζε σκουπίδια που ξεβράζονταν στην ακτή. Έτσι πλησίασε προς το νερό περιμένοντας το επόμενο κύμα που θα του πλησίαζε στα χέρια το γυάλινο μπουκάλι. Να προλάβει πριν χτυπήσει σε βράχο γιατί θα έσπαζε σε κομμάτια. Ήρθε το κύμα, έπιασε το μπουκάλι κι έβρεξε τα παπούτσια του. Ενοχλημένος έπιασε το δρόμο του γυρισμού. Είχε βάλει και κρύο…
Ο πρωινός καφές που του είχε φτιάξει η Ελένη τον περίμενε όπως κι εκείνη για να τον πιούν μαζί. Ένα εθιμοτυπικό που κρατούσε χρόνια τώρα και για τους δυο τους.
«Δωράκι!» της φώναξε, ακούμπησε το μπουκάλι κάτω κι έβγαλε τα αθλητικά παπούτσια του και τις κάλτσες που είχαν βραχεί.
«Άστο εκεί. Μόλις έβγαλα τα σκουπίδια», του είπε και πήγε να το πάρει για να το βάλει στα ανακυκλώσιμα υλικά γυαλιού που πετούσαν σε ξεχωριστούς κάδους με την αυστηρότητα που τηρούσε όλη η οικογένεια. Δεν προκαλούσε εντύπωση στην Ελένη πως ο καλός της γύριζε από την πρωινή του βόλτα στην παραλία με “τα απορρίμματα των ασυνείδητων” όπως έλεγε. Λίγο πριν ρίξει τα σκουπίδια, μέσα στη θολούρα του γυάλινου μπουκαλιού διέκρινε ένα τόσο δα χαρτί.
«Όντως δώρο μου έφερες αυτή τη φορά;» του είπε. «Ή μήπως είναι γράμμα από κάποιον ναυαγό;»
Ο Στέργιος την πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί. Έριξε ματιά στο μπουκάλι και της είπε: «Ή χάρτης θησαυρού από κάποιον πειρατή και γίνουμε πλούσιοι» και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Του έβαλε καφέ κι εκείνος έβγαλε το χαρτάκι από το μπουκάλι και το ξεδίπλωσε.
«Ακαταλαβίστικα», ψέλλισε και της το έδειξε την ώρα που εκείνη ακουμπούσε τον καφέ του στο τραπέζι.
«Παίζουν τα παιδιά στις παραλίες και γράφουν βλακείες πετώντας σκουπίδια στη θάλασσα», σχολίασε ο Στέργιος.
«Μπορεί», του απάντησε. «Αλλά μοιάζουν και με αραβικά. Άστο μην το πετάς. Έχουμε στην τάξη ένα παιδί από αυτές τις χώρες. Μπορεί και κάτι να σημαίνει».
Το επόμενο βράδυ όταν γύρισε από τη δουλειά τη βρήκε μπροστά στην τηλεόραση να κλαίει με αναφιλητά και να κρατάει στα χέρια της το χαρτάκι που ήταν μέσα στο μπουκάλι.
«Τι έπαθες καρδιά μου;» πήγε κοντά της κι εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του συνεχίζοντας το σπαρακτικό κλάμα. Στις συνεχείς ερωτήσεις του για το τι έχει του έδειχνε με νεύμα προς την οθόνη της τηλεόρασης ενώ δεν μπορούσε να απαντήσει από το λυγμό.
Οι ειδήσεις ανακοίνωναν ένα ναυάγιο λαθρομεταναστών μάλλον από τη Συρία. Η είδηση ήταν πως από το φουσκωτό που πήραν τα κύματα περιμάζεψαν οι λιμενικές αρχές 48 άτομα πνιγμένους και 12 από αυτούς ήταν παιδιά… Ήταν τραγικό… Ήταν από εκείνες τις ειδήσεις που πλέον συχνά μετέδιδαν τα δελτία. Άνθρωποι αναγκαστικά εκδιωγμένοι από πατρίδες να αναζητούν καλύτερη τύχη για κείνους και για τα παιδιά τους, να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και στο τέλος να καταλήγουν πνιγμένοι στις ακτές που είχαν αποθέσει όνειρα.
«Ξέρεις τι γράφει το χαρτί;» του είπε.
«Γράμμα στον Άγιο Βασίλη είναι από ένα από αυτά τα παιδιά. Μου το μετέφρασε η Αμάντα που έχω στην τάξη μου. Αραβικά είναι τα γράμματα, από κάποιο προσφυγόπουλο της Συρίας που πριν λίγο μάζεψαν νεκρό» του είπε δείχνοντάς του το χαρτί. «Ο Άλμπι ζητάει να έχει ζεστό σπίτι και φαγητό γιατί τώρα θα πάει σε μια χώρα που ο Άγιος Βασίλης έρχεται στα παιδιά. Γιατί στη δική του δεν ερχόταν. Ζητάει ένα ποδήλατο μπλε για να πηγαίνει τον μπαμπά του στη δουλειά».
Αγκαλιάστηκαν κι οι δυο τους συντετριμμένοι ενώ τα παιδιά είχαν ακούσει όλη τη συνομιλία και κάθονταν παγωμένα μπροστά στην πόρτα.
Εκείνα τα Χριστούγεννα μια άδεια καρέκλα υπήρχε στο τραπέζι το γιορτινό για τον Άλμπι. Τα παιδιά άνοιξαν τα δώρα τους αλλά όχι με την ίδια χαρά που θα τα άνοιγαν αν δεν υπήρχε αυτό το γράμμα. Με ένα τσίμπημα στην ψυχή για το παιδί που χάθηκε αλλά και για κάποια παιδιά που δε θα φτάσει ποτέ ο Άγιος Βασίλης…
Και τα χρόνια πέρασαν… και πάντα η οικογένεια κρατούσε την άδεια καρέκλα του Άλμπι στο γιορτινό τραπέζι. Και σα να είχε γίνει μέλος της οικογένειας τους μόνο για εκείνη την ημέρα. Και τον φιλοξενούσαν προσφέροντάς του το ζεστό σπιτικό που ονειρευόταν. Και το γράμμα εκείνο το φυλούσε με ευλάβεια ο Στέργιος στο πορτοφόλι του.
Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θυμήθηκε τον Στέργιο το πρόβλημα στην καρδιά του. Η περίπτωση του έχρηζε άμεσης χειρουργικής επέμβασης. Η οικογένεια κλονίστηκε. Τα παιδιά βρίσκονταν και τα δύο μακριά για σπουδές. Θα έρχονταν έτσι κι αλλιώς αλλά η επέμβαση ορίστηκε μέσα στις χριστουγεννιάτικες διακοπές.
Η Ελένη απαρηγόρητη μεν προσπαθούσε να κρατήσει χαρακτήρα και να φανεί δυνατή.
«Η κλινική που θα μπει ο μπαμπάς είναι πολλή καλή κι ο γιατρός μας εξαίρετος επιστήμονας. Ειδικευμένος στο πρόβλημα του πατέρα σας με επιτυχημένες επεμβάσεις σε άλλους ασθενείς».
Τα έλεγε αλλά μέσα της έτρεμε το φυλλοκάρδι της.
Κι η επέμβαση έγινε και κρίθηκε επιτυχημένη με μεγάλη προσοχή στην μετεγχειρητική πορεία. Θα επέστρεφαν στο σπίτι τους παραμονή Χριστουγέννων. Ο γιατρός τους αποδείχτηκε άξιος επιστήμονας μα πάνω από όλα άνθρωπος. Η Ελένη που είχε υπερβάλει εαυτόν για να ετοιμάσει και το Χριστουγεννιάτικο στολισμό και φυσικά το τραπέζι των Χριστουγέννων ώστε να τα βρει όλα ο καλός της όπως πρέπει, θεώρησε σωστό να καλέσει και το γιατρό-σωτήρα τους με την οικογένειά του να γιορτάσουν μαζί εκείνη την ιερή βραδιά.
«Δεν έχω οικογένεια κυρία Ελένη. Μόνος μου είμαι» της αποκρίθηκε εκείνος.
«Ε μα τότε έχετε ακόμα ένα λόγο για να έρθετε. Δε θα μου αρνηθείτε».
Πολύ δύσκολο να αρνηθείς στην Ελένη. Λίγο με τη γλύκα της, λίγο με την επιμονή της έπειθε. Του έδωσε διεύθυνση, της έδωσε το λόγο του και με την ευχή να είναι σιδερένιος ο Στέργιος επέστρεψε στην οικογενειακή θαλπωρή την πιο όμορφη, γλυκιά μέρα του χρόνου.
Όλα γιορτινά! Όλα σπιτικό! Όλα Χριστούγεννα! Αφού πήραν ένα ποτό στο σαλόνι και τα είπαν, η οικοδέσποινα τους κάλεσε στο τραπέζι. Όλοι πήραν τη θέση τους κι ο γιατρός πήγε να κάτσει στη θέση που χρόνια τώρα “καθόταν” ο Άλμπι. Η οικογένεια αντάλλαξε βλέμματα αλλά ντράπηκαν κάτι να πουν. Ώσπου η Ελένη βρήκε το θάρρος.
«Εδώ, εδώ γιατρέ μου» και του έδειξε την αδειανή καρέκλα δίπλα ακριβώς. Το σερβίτσιο δίπλα κανονικά και ξεκίνησαν το δείπνο. Κι η Ελένη για να λύσει την απορία του γιατρού που φαινόταν στην έκφρασή του άρχισε να αφηγείται την ιστορία που χρόνια τώρα τους είχε αλλάξει το νόημα των Χριστουγέννων τους… “το μπλε ποδήλατο”, “το μπουκάλι στη θάλασσα”, “το γράμμα που ακόμα φυλούσαν”…
Σιγή… Το παγωμένο βλέμμα του γιατρού αποδόθηκε στη βαρύτητα της ιστορίας. Τα δάκρυα όμως στα μάτια; Το τράνταγμα που συντάραζε το κορμί του από το κλάμα; Έβλεπαν τον σοβαρό επιστήμονα που ήξεραν να καταρρέει μπροστά τους.
«Συγγνώμη, συγγνώμη! Τι χαζή που είμαι! Σας χάλασα τη βραδιά».
Η Ελένη σηκώθηκε και πήγε κοντά του προσφέροντας του ένα ποτήρι νερό για να ηρεμήσει.
«Είπατε πως έχετε ακόμα το γράμμα; Μπορώ να το δω;», κατάφεραν να καταλάβουν μέσα από τα αναφιλητά του.
Ο Στέργιος έβγαλε το χαρτάκι που χρόνια έμενε στο πορτοφόλι του κοιτάζοντας την Ελένη λίγο αγριεμένα που χάλασε τη διάθεση του καλεσμένου τους με μια δική τους ιστορία.
Ο γιατρός πήρε το γράμμα στα τρεμάμενα χέρια του και πριν το ανοίξει είπε: «το παιδί το έλεγαν Άλμπι… Σηκώθηκε από την καρέκλα με τον κόπο ενός ανθρώπου πληγωμένου, την έβαλε στην άκρη και κάθισε στην άδεια καρέκλα.
Η οικογένεια κοιτούσε το γιατρό χωρίς να καταλαβαίνει.
«Δεν πνίγηκε εκείνο το παιδάκι. Πάλεψε με τα κύματα. Βγήκε στην ακτή. Περιμαζεύτηκε την άλλη μέρα. Επέζησε. Χωρίς οικογένεια. Τους έχασε όλους σε εκείνο το ναυάγιο. Μα το παιδί έγινε γιατρός. Χωρίς Αη Βασίλη, ζεστό σπιτικό και μπλε ποδήλατο…»
Η καρέκλα του Άλμπι γέμισε σε εκείνο το σπιτικό από εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων και για κάθε Χριστούγεννα από τότε και μετά. Και προστέθηκαν κι άλλες καρέκλες με τα δικά του παιδιά που πήραν ως δώρο και μπλε ποδήλατα κι άλλα πολλά. Και τα θαύματα αργούν …μα γίνονται!!!
Και τα Χριστούγεννα ναι πέφτει νεραϊδόσκονη από τον ουρανό για να γίνουν όλα πιο μαγικά.
Και ναι! Άγιος Βασίλης υπάρχει! Στις καρδιές μας!!!