“Το μπαλόνι” της Βάσως Γαλάνη

Ανυπομονούσα να φτάσουμε. Οι εικόνες που έβλεπα μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου δεν αποτυπώνονταν στη μνήμη μου. Περνούσαν φευγαλέα από τα μάτια μου, τα οποία πρόσμεναν να δουν μόνο ένα πράγμα. Το χριστουγεννιάτικο χωριό που είχε στηθεί σε μια έκταση κάπου στα Μεσόγεια, για το οποίο είχα ακούσει τόσα πολλά.

Όταν ο μπαμπάς μου άρχισε να παρκάρει το αυτοκίνητο, ένιωσα ένα τεράστιο χαμόγελο να τεντώνει τα χείλη μου και την καρδιά μου να χοροπηδάει από χαρά. Επιτέλους, είχαμε φτάσει. Κατεβήκαμε, πήρα την αδερφή μου από το χέρι με προστατευτική διάθεση, 4 ετών εκείνη, 10 εγώ γαρ και ακολουθούμενες από τους γονείς μας, κατευθυνθήκαμε προς την εντυπωσιακή είσοδο του χριστουγεννιάτικου χωριού. Περνώντας την, αισθάνθηκα ότι μπήκα σε έναν παραμυθένιο τόπο, γεμάτο στολίδια, λαμπιόνια και χρώματα. Περπατούσαμε ανάμεσα σε πάγκους με κάθε λογής παιχνίδια, δώρα και λιχουδιές. Διαλέξαμε με την αδερφή μου μια σακούλα με γλυκίσματα, την οποία ανοίξαμε επιτόπου, για να γευτούμε τη νοστιμιά της ζάχαρης και της καραμέλας σε κάθε δυνατή εκδοχή της. Μπουκωμένες ακόμη με τα ζαχαρωτά, φτάσαμε στο πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο που δέσποζε σε μια γωνιά του χωριού. Με δυσκολία τραβήξαμε τα μάτια μας από τις εντυπωσιακές μπάλες του, για να σταθούμε δίπλα του και να κοιτάξουμε αγκαλιασμένες τον φακό της φωτογραφικής μηχανής που κρατούσε ο μπαμπάς μου, ο οποίος ήθελε να απαθανατίσει τη στιγμή.

Η ομορφιά που πλημμύριζε το βλέμμα πολλαπλασιάστηκε όταν αντικρίσαμε τρία ξύλινα σπιτάκια, στημένα το ένα δίπλα στο άλλο, καθένα από τα οποία έκρυβε και μια έκπληξη για τα παιδιά. Στο πρώτο υπήρχε ένας συμπαθέστατος Άη Βασίλης που μοίραζε δωράκια και μάζευε γράμματα, στο δεύτερο μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει θέατρο σκιών και στο τελευταίο ένας ταχυδακτυλουργός ξετρέλαινε τους πάντες με τα κόλπα του. Περάσαμε πολύ όμορφα σε αυτά τα σπιτάκια, αλλά νιώσαμε ασύγκριτα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, όταν βρεθήκαμε μπροστά στο carousel, τη ρόδα και το τρενάκι. Ανεβήκαμε και στα τρία παιχνίδια απολαμβάνοντας στο μέγιστο τη βόλτα μας κι απομακρυνθήκαμε με θλίψη, καθώς παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής.

Πριν βγούμε από το χριστουγεννιάτικο χωριό, η επίσκεψή μας ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Οι γονείς μας μάς αγόρασαν τα παιχνίδια που θέλαμε. Κούκλα και σετ ζωγραφικής για την αδερφή μου, παζλ κι επιτραπέζιο παιχνίδι για μένα. Κι ένα μπαλόνι με ήλιο, από εκείνα που λάτρευα δηλαδή, γεμάτο χρυσόσκονη, που στραφτάλιζε μέσα στη νύχτα. Κρατώντας την τσάντα με τα παιχνίδια μου στο ένα χέρι και το σκοινί του μπαλονιού στο άλλο βγήκα περιχαρής από την πύλη του χωριού.
Και τότε το είδα… Τα μάτια του είδα πρώτα. Τη λάμψη τους. Τη λάμψη των ματιών ενός μικρού αγοριού που καθόταν κατάχαμα σε μια σκοτεινή γωνιά του πεζόδρομου έξω από το γιορτινό χωριό. Είχε λυγισμένα τα πόδια του κι αγκάλιαζε τα γόνατά του. Σαν να κρύωνε και προσπαθούσε να ζεσταθεί. Μπροστά του υπήρχε ένα ανοιχτό χάρτινο κουτάκι. Ένα κουτάκι που μιλούσε αντί για το παιδί, το οποίο καθόταν σιωπηλό. Που ζητούσε από τους περαστικούς, αυτό που δε ζητούσε η φωνή του αγοριού. Μια βοήθεια.

Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Δεν άντεξα το δικό του κι έσκυψα το κεφάλι. Από ντροπή. Που τα δικά μου χέρια ήταν γεμάτα και τα δικά του άδεια. Που γύρω μου ήταν η οικογένειά μου κι εκείνο ήταν μόνο του. Που εγώ στεκόμουν μπροστά στα φώτα του χωριού κι εκείνο στο σκοτάδι. Μια ντροπή που δε μου ανήκε, αλλά έπεφτε πάνω μου. Βαριά. Ασήκωτη για τους παιδικούς μου ώμους.

Ξανακοίταξα το αγόρι. Διστακτικά. Και διαπίστωσα ότι κι εκείνο εξακολουθούσε να με κοιτάζει. Κι άρχισα να προχωράω προς το μέρος του. Σαν υπνωτισμένη.
«Πού πας;» ακούστηκε ανήσυχη η φωνή της μαμάς μου.
Δεν της απάντησα. Κι έφτασα μπροστά στο παιδί. Στην ηλικία μου πρέπει να ήταν. Πάλι χαμήλωσα το βλέμμα. Το οποίο έπεσε στο κουτάκι που είχε μέσα λίγα κέρματα. Μικρό ήταν. Δε χωρούσε την τσάντα που κρατούσα. Τίποτα σημαντικό, μου φάνηκε, ότι δε χωρούσε. Δεν ήθελα να αφήσω κάτω τη σακούλα με τα παιχνίδια. Σαν ελεημοσύνη. Να τη δώσω ήθελα. Σαν δώρο.

Ενστικτωδώς, άγγιξα απαλά το χέρι του αγοριού. Στην αρχή τραβήχτηκε προς τα πίσω. Φοβισμένο. Τράβηξα κι εγώ το χέρι μου, αλλά δεν έφυγα. Έμεινα εκεί να κοιτάζω το παιδί με ύφος απολογητικό και παρακλητικό ταυτόχρονα. Απολογητικό που το τρόμαξα. Παρακλητικό να δεχτεί το δώρο μου. Σαν να με κατάλαβε, το είδα να χαλαρώνει. Και τότε πλησίασα πάλι και του έδωσα την τσάντα με τα παιχνίδια. Χέρι με χέρι. Την άνοιξε λίγο, είδε μέσα, την έκλεισε και την ακούμπησε δίπλα του, σφίγγοντάς τη κάτω από τη μασχάλη του. Κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη ευχαριστίας και συνέχισε να με κοιτάζει αμήχανα. Το γεγονός ότι σφιχταγκάλιασε τα παιχνίδια μού έδωσε θάρρος κι έτρεξα στη μαμά μου, η οποία παρακολουθούσε τη σκηνή το ίδιο αμήχανη. Πήρα από τα χέρια της τη σακούλα με τα γλυκίσματα που είχαν περισσέψει και πήγα πάλι στο αγόρι. Αυτή τη φορά του την έδωσα με μεγαλύτερη άνεση κι εκείνο την πήρε πιο εύκολα. Ανοίγοντάς τη, το βλέμμα του φωτίστηκε. Έβγαλε ένα πολύχρωμο ζαχαρωτό κι άρχισε να το τρώει χωρίς δεύτερη σκέψη, χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά του. Που έφτασε και μέχρι την καρδιά μου ζεσταίνοντάς τη με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Του χαμογέλασα κι εγώ και σήκωσα το χέρι μου, για να το χαιρετήσω, πριν επιστρέψω στους δικούς μου, για να φύγουμε.

Και τότε συνειδητοποίησα ότι κρατούσα ακόμη το μπαλόνι. Το κοίταξα, αλλά αυτή τη φορά δε με εντυπωσίασε η χρυσόσκονή του. Αυτή τη φορά δεν έβλεπα ένα όμορφο παιχνίδι, αλλά άλλο ένα πράγμα που είχα παραπάνω από ό,τι είχε το αγόρι απέναντί μου. Κι άφησα το μπαλόνι να φύγει από το χέρι μου. Για να έχω όσο το δυνατόν λιγότερα πράγματα κι εγώ. Για να μοιάσω λίγο περισσότερο στο παιδί που καθόταν μπροστά μου. Αλλά και για να μεταφέρει το μπαλόνι στον ουρανό ένα παράπονο. Που κάποια παιδιά κάθονταν μόνα τους σε ένα κρύο πεζοδρόμιο, αντί να παίζουν χαρούμενα σε ένα χριστουγενιάτικο χωριό.
Μπήκα με βαριά καρδιά στο αυτοκίνητο. Με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι. Η αδερφή μου ταράχτηκε και μου έπιασε το χέρι. Στο ίδιο σημείο που είχα αγγίξει το αγόρι.

«Γιατί κλαις; Πονάς;» με ρώτησε κοιτώντας με με τα αθώα της ματάκια.
«Πονάω», της είπα.
Εκείνη με αγκάλιασε και ξαναρώτησε με αγωνία: «Καλύτερα τώρα;»
«Καλύτερα», της χαμογέλασα με κόπο, για να μην την κακοκαρδίσω.

Κανείς δεν ξαναμίλησε στη διαδρομή της επιστροφής. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο κι έβλεπα παντού τα μάτια του αγοριού που αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Κι έδωσα στον εαυτό μου μια υπόσχεση που κρατάω μέχρι σήμερα. Να μην ξαναπατήσω ποτέ σε χριστουγεννιάτικο χωριό, όσο υπάρχουν παιδικά μάτια που το κοιτάζουν απέξω. Και να μην ξαναγοράσω ποτέ μπαλόνι…