“Ένας παράξενος επισκέπτης” της Αφροδίτης Σαββίδη

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα σπίτια, τα καταστήματα όλα στολισμένα.  Ο ουρανός από το πρωί εκείνης της ημέρας ήταν φορτωμένος με βαριά σύννεφα που περίμενες από ώρα σε ώρα να ξεσπάσουν. Αστραπές έσκιζαν με τη λόγχη της λάμψης τους τον ουράνιο θόλο, σημάδι ότι κάπου μακριά είχε ήδη αρχίσει να βρέχει. Έκανα βιαστικά τα ψώνια μου και γύρισα στο σπίτι. Είχα πάρει τα υλικά για να φτιάξω μελομακάρονα και κουραμπιέδες που τόσο άρεσαν στα παιδιά και δεν έβλεπα την ώρα να επιστρέψω και να τα ετοιμάσω. Επίσης, είχα αγοράσει  κάμποσα πολύχρωμα χαρτόνια για να σχεδιάσω κάρτες χριστουγεννιάτικες για να τις κόψουν τα παιδιά της τάξης μου, αλλά και στολίδια για να στολίσουμε την αίθουσα. Κάθε χρόνο περίμενα με ανυπομονησία αυτές τις μέρες, γιατί ήξερα πως πλημμυρίζουν από ευδαιμονία οι καρδιές των παιδιών. Όσα χρόνια δούλευα ως δασκάλα στο σχολείο, έβλεπα ότι τα Χριστούγεννα τα περίμεναν και τα ζούσαν  με ξεχωριστή χαρά.

Αποφάσισα να ξεκινήσω από τις κάρτες, για να τις έχω έτοιμες για την επόμενη μέρα, να τις φτιάξουν οι μαθητές μου την ώρα των Εικαστικών. Έστρωσα ένα πρόχειρο τραπεζομάντιλο στο μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι του σαλονιού μας και άπλωσα επάνω τα χαρτόνια μου. Πήρα χάρακα και μολύβι και μια κάρτα που θα μου χρησίμευε ως πατρόν και στρώθηκα στη δουλειά. Είχα βάλει κι ένα cd με χριστουγεννιάτικα να ακούγεται χαμηλά και μπορώ να ομολογήσω ότι δούλευα με κέφι, βουτηγμένη στο πνεύμα των Χριστουγέννων, αν και το να σχεδιάζεις κάρτες για εικοσιπέντε παιδιά, δεν είναι κάτι που το κάνεις ευχάριστα.

Είχα προχωρήσει αρκετά τη δουλειά μου, όταν ακούστηκε ξαφνικά από κάπου μια αδύναμη φωνούλα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Λίγο αργότερα όμως ξανακούστηκε. Κοίταξα γύρω μου, έστρεψα το βλέμμα μου έξω στο μπαλκόνι, αλλά δεν υπήρχε ψυχή.  Παραξενεμένη πήγα κι έκλεισα το cd player και τέντωσα τα αυτιά μου. Να τη πάλι. Κοιτάζω προσεκτικά έξω και τι να δω! Στο μπαλκόνι μας είχε κάνει την εμφάνισή του ένας απρόσκλητος επισκέπτης.  Από πού ξεφύτρωσε αυτή η μουτζούρα! είπα μέσα μου. Κοίταξα γύρω μου και υπέθεσα ότι σκαρφάλωσε στη λεμονιά κι έτσι μπόρεσε κι ανέβηκε ίσαμε εκεί.  Ήταν ένα μικροσκοπικό ολόμαυρο, ο Θεός να το κάνει, γατί, βρώμικο και αναμαλλιασμένο. Μα πώς είναι δυνατόν, απόρησα, αυτό το κάτισχνο πλάσμα να σκαρφαλώσει στο δέντρο; Πού βρήκε τόση δύναμη; Αυτό με κοίταζε και νιαούριζε τώρα πιο δυνατά. Έρμο, ποιος ξέρει πόσες ώρες να είσαι νηστικό, σκέφτηκα και τράβηξα για την κουζίνα. Του έβαλα σε ένα μπολ λίγο γάλα και του το πήγα. Εκείνο, μόλις με είδε να πλησιάζω, τρόμαξε και πήγε τρέχοντας και κρύφτηκε πίσω από μία  γλάστρα. Εγώ άφησα το μπολ έξω κι απομακρύνθηκα. Σε λίγο είδα ένα κεφαλάκι να ξεμυτίζει δειλά κοίταξε ένα γύρο κι αφού διαπίστωσε πως το πεδίο ήταν ελεύθερο, βγήκε από την  κρυψώνα του και πλησίασε σιγά σιγά προς το φαΐ. Λίγες στιγμές αργότερα το μπολάκι ήταν άδειο και το γατί άφαντο. Έψαξα πίσω από γλάστρες, το φώναξα κάμποσες φορές, αλλά του κάκου. Πάει, έκανα τη σκέψη, αυτό ήταν, εξαφανίστηκε, δε θα το ξαναδώ. Πήρα μέσα το μπολ και κάθισα να συνεχίσω τη δουλειά μου, έχοντας μια αίσθηση χαρμολύπης.

Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ είχε πια σουρουπώσει, είχα τελειώσει με τις κάρτες και κατευθύνθηκα προς το μπαλκόνι να κλείσω το παντζούρι. Κοιτάζω και τι να δω! Δυο κίτρινα μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι. Πάνω που κόντευα να ξεχάσω την ύπαρξή του, ο παράξενος επισκέπτης μας έκανε και πάλι την εμφάνισή του. Αυτή τη φορά όμως ήταν πιο ήσυχος. Με κοίταζε από μακριά και κουνούσε την ουρά του. Το νιαούρισμά του ίσα που ακουγόταν. Εγώ έτρεξα όλο χαρά και του γέμισα και πάλι το μπολάκι κι αφού το άδειασε τρώγοντας λαίμαργα, εξαφανίστηκε ξανά. Αυτή τη φορά δεν ανησύχησα. Ήξερα ότι το φιλαράκι μου θα ξαναρχόταν. Οι επισκέψεις αυτές συνεχίστηκαν φυσικά και τις επόμενες μέρες. Το γατάκι μέσα στα Χριστούγεννα δυνάμωσε, το τρίχωμά του ήταν τώρα πιο καθαρό και όμορφο και θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν συμπαθητικό.

Οι κόρες μου, μόλις το πήραν μυρωδιά, ξετρελάθηκαν. Δε γίνεται, είπαν και οι δύο σα να ήταν συνεννοημένες.   Αφού μας διάλεξε και μάλιστα ενόψει Χριστουγέννων πρέπει κι εμείς να κάνουμε την καλή μας πράξη και να το υιοθετήσουμε. Είναι το δώρο μας για τα Χριστούγεννα! ξεφώνισαν γεμάτες χαρά. Το πήραν στην αγκαλιά τους, (είχε γίνει με τον καιρό πιο οικείο και φιλικό) και μου το κουβάλησαν μέσα στο σπίτι. Εγώ, έξαλλη από θυμό που δεν ρωτήθηκα, τους είπα όσο πιο ήρεμα μου επέτρεπαν τα τεντωμένα νεύρα μου να το αφήσουν στην ησυχία του, εκεί που το βρήκαν. Έχει μάθει να ζει έξω στη φύση, πώς εσείς θα το κλείσετε σε τέσσερις τοίχους, επιχειρηματολόγησα. Θα συνηθίσει, μικρό είναι, άλλωστε εσύ δε θα κάνεις τίποτε, εμείς θα το φροντίζουμε, θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί, μην ανησυχείς! είπαν για να με πείσουν και συνέχισαν με παρακάλια και υποσχέσεις όλη εκείνη την ημέρα, καθώς και τις επόμενες των εορτών.  Στο τέλος υποχώρησα. Να το πλύνετε, όμως, και να το πάτε στον κτηνίατρο να του βάλει φάρμακο για τους ψύλλους, διέταξα, για να περισώσω την αξιοπρέπειά μου. Εκείνες υπάκουσαν και έσπευσαν περιχαρείς να εκτελέσουν την εντολή μου.

Περνώντας ο καιρός το γατάκι έγινε αγνώριστο, ένας όμορφος αρσενικός με μακρύ, γυαλιστερό, κατάμαυρο τρίχωμα. Ποιος θα το πίστευε; Τώρα τριγυρίζει αμέριμνος από δωμάτιο σε δωμάτιο σα βασιλιάς και δίνει την αίσθηση ότι όλα περιστρέφονται γύρω από εκείνον σαν να του ανήκουν.  Άλλωστε Καίσαρα τον βαφτίσαμε, τιμά το όνομά του και με το παραπάνω. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε. Περιττό να πω ότι φυσικά  τον έχω αναλάβει σχεδόν αποκλειστικά, γιατί τα κορίτσια ποτέ δεν προλαβαίνουν, αλλά δεν το έχω μετανιώσει. Είναι απίθανη συντροφιά, έτσι που κοιμάται το μεσημέρι δίπλα μου στον καναπέ και με νανουρίζει με το γουργουρητό του ή όταν έρχεται και τρίβει τη μουσούδα του στα πόδια μου για να με ευχαριστήσει που το φροντίζω. Οι κόρες μου κάνουν πως μουτρώνουν  που συνεχώς τριγυρίζει στα πόδια μου και  με ακολουθεί παντού μες στο σπίτι, ενώ με εκείνες δεν είναι πάντα τόσο δοτικός, αλλά κατά βάθος είναι  ευχαριστημένες και χαρούμενες που με έπεισαν να το κρατήσουμε και να γίνει κι αυτό ισότιμο μέλος της οικογένειάς μας.