Βλέπεις πόσο γρήγορα περνά ο καιρός; Κύλησε κιόλας ένας χρόνος από τότε που ευχηθήκαμε «Καλή Πρωτοχρονιά» κι όπου να ’ναι θα ξεκινήσουμε ν’ ακούμε τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα! Μια χρονιά που έφερε τα πάνω – κάτω στις ζωές μας και μας χάρισε τον Παράδεισο, αφού πρώτα έριξε πάνω μας τις εφτά πληγές του Φαραώ!
Μη με κοιτάζεις με τα μελένια χρυσοκάστανα μάτια σου και κουνάς κατευχαριστημένη την ουρά σου! Ή μήπως μου κάνεις σήμα πως καλά και σωστά τα λέω κι αντίρρηση καμιά δεν έχεις;
Μου το επισημαίνει συνέχεια η κολλητή μου, που μας επισκέπτεται με τα χέρια γεμάτα παιχνίδια για σένα και σπιτικές, λαχταριστές λιχουδιές για όλους μας:
«Γιαβρί μου, έτσι καθώς σε κόβω, ή η Μερέντα μας θα μάθει να μιλά Ρωμαίικα, ή εσύ θα γίνεις ξεφτέρι στη γλώσσα των σκύλων!»
Θυμάσαι, αλήθεια, πώς γνωριστήκαμε; Στο λέω, επειδή ακόμη την απορία την έχω: Σε βρήκα εγώ ή εσύ με πέτυχες στη στράτα σου; Γεγονός είναι ότι κι οι δυο μας είχαμε τα μαύρα χάλια μας εκείνη τη στιγμή.
Εσύ πεταμένη στα σκουπίδια, βρώμικη, πεινασμένη, κατατρομαγμένη, να τρέμεις απ’ το κρύο και την εξάντληση κι εγώ, σαν σπασμένη κούκλα, παρατημένη από χέρι άστοργο, με κορμί και ψυχή λεηλατημένα, να βρίσκομαι σωριασμένη στο παγκάκι, ανήμπορη να διακρίνω μια απειροελάχιστη δέσμη φωτός, μέσα στο σκοτεινό τούνελ, που είχα παγιδευτεί.
Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ αν εγώ πρωτάκουσα το σκυλίσιο παραπονεμένο κλάμα σου, ή εσύ τους λυγμούς μου… Δεν τα καταφέρνω… Γεγονός είναι πως μόλις ένοιωσα τη γλωσσίτσα σου να μου γλείφει παρηγορητικά τη γάμπα, έσκυψα ξαφνιασμένη και μέσα από τα πρησμένα απ’ τα δάκρυα βλέφαρα μου, μπόρεσα να διακρίνω το βλέμμα σου το απερίγραπτο, αυτό που κουβαλά στο βάθος του όλο το βελούδο του κόσμου!
Πέντε δευτερόλεπτα ήταν υπεραρκετά, για να βάλω στην άκρη τα προσωπικά μου προβλήματα, να σε πάρω αγκαλιά και να συλλογίζομαι ποιος θα μπορούσε να με διαφωτίσει με τις συμβουλές του, ώστε ν’ αναλάβω υπεύθυνα τη φροντίδα σου. Επειδή, Μερέντα μου, τo ένιωσα μέχρι τα κατάβαθα της καρδιάς μου, με την πρώτη ματιά, με το πρώτο άγγιγμα, ότι εμείς θα γινόμαστε αυτοκόλλητες!
Το στέρεο δεκανίκι της ύπαρξης μου έγινες, που ’χε διαλυθεί σε χίλια κομμάτια, στο άκουσμα της απόφασης εκείνου, που μετρούσα σαν το άλλο μου μισό:
«Πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα και δίχως φθηνούς μελοδραματισμούς σε ξεχωριστούς δρόμους, κορίτσι μου… Εσύ δεν είσαι σε θέση να κάνεις παιδιά, όπως μας το επιβεβαίωσαν οι ειδικοί κι εγώ ονειρεύομαι μια μεγάλη οικογένεια…»
Τα είπε και ξαλάφρωσε κι αμαρτία δεν είχε κι ας ήταν υπεύθυνος για τις πολλές αμβλώσεις που είχα υποστεί απ’ τα φοιτητικά μας ήδη χρόνια, περιμένοντας να ολοκληρώσουμε τις σπουδές μας, να τελειώσει την στρατιωτική του θητεία, να πάρουμε την άδεια εξάσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, να οργανώσουμε κοινό γραφείο, να φτιάξουμε καλό πελατολόγιο, να «κτίσουμε» άξιο επαγγελματικό προφίλ, να…, να…, να…
Μην αντέχοντας ν’ ακούσω λέξη παραπάνω, όρμησα σαν τρελή έξω στο Δεκεμβριάτικο σούρουπο, βαδίζοντας σαν ρομπότ, χωρίς σκοπό και προορισμό, σκουντουφλώντας συνέχεια πάνω σε ανθρώπους φορτωμένους πακέτα με δώρα, με την εορταστική διάθεση των ημερών ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, πράγμα που μ’ έκανε ν’ αναρωτηθώ, μέσα στην παραζάλη μου, τι στην ευχή συνέβαινε κι όλοι έμοιαζαν να έχουν μόλις βγει από κωμική οικογενειακή ταινία της Disney;
Μόνο έπειτα από κάμποση ώρα, που δεν με κρατούσαν όρθια πια τα πόδια μου ρίχθηκα σαν άδειο σακί, στο παγκάκι του Αθηναϊκού άλσους, με ύποπτες σκιές να πλανιούνται ολόγυρα και προσπάθησα να κάνω έναν πρόχειρο απολογισμό της ζωής μου: Μέσα σε λίγες ώρες είχα μείνει ξέμπαρκη από δουλειά -εφόσον έπρεπε το συντομότερο δυνατόν ν’ αλλάξω πλέον επαγγελματική στέγη- κι από σύντροφο, αν υποθέσουμε πως ήταν άξιο να χαρακτηρισθεί έτσι εκείνο το ανθρωποειδές, που πλάι του σπατάλησα τόσα χρόνια της νιότης μου…
Εκείνο όμως που προείχε ήταν να δώσω άμεση προτεραιότητα στην τρυφερή, άκακη ύπαρξη σου, που πλέον είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας, είχαν ταιριάξει τα χνώτα μας, σε κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου κι έδειχνες να είσαι απόλυτα εξαρτημένη από εμένα.
Δεν έχασα καιρό κι αποφασιστικά σ’ έχωσα στην μεγάλη υπηρεσιακή μου τσάντα -μια μπουκίτσα ήσουν τότε εξάλλου!- και βγαίνοντας στον κεντρικό δρόμο κτύπησα το πρώτο κουδούνι, μιας αριστοκρατικής παλιάς μονοκατοικίας, αφού η ένδειξη στο φωτεινό καντράν το μαρτυρούσε: «Ιατρείο μικρών ζώων – Νάσος Αργυρίου – Κτηνίατρος».
Αλησμόνητη θα μου μείνει η αυθόρμητη, φυσική ζεστασιά του άντρα, που μας υποδέχθηκε ξαφνιασμένος, εφόσον δεν είχαμε κλείσει κάποιο ραντεβού μαζί του και δίχως δεύτερη σκέψη θυσίασε την προγραμματισμένη βραδινή έξοδο του με τους παλιούς συμφοιτητές του, προκειμένου ν’ αναλάβει τις εξετάσεις, τα εμβόλια σου και μέσα στις επόμενες ημέρες να μυήσει κι εμένα, την αρχάρια, στα καθήκοντα μιας ιδιότυπης μητρότητας, όπως ακριβώς την χαρακτήρισε χαμογελώντας.
Μαζί με το Νάσο διαλέξαμε το όνομα σου, να το γράψουμε και στο βιβλιάριο υγείας σου, Μερέντα μου, εντυπωσιασμένοι απ’ το γλυκό, σοκολατί τρίχωμα που σε κάλυπτε απ’ άκρη σ’ άκρη, παρέα επιλέξαμε τα προσωπικά σου αντικείμενα, την κουβερτούλα, το μαξιλάρι ύπνου, ακόμη και το κουκλίστικο μπιμπερό, που έμαθα να το χρησιμοποιώ, για να σου δίνω το γάλα που στερήθηκες απ’ τον κόρφο της βιολογικής μητέρας σου.
Κι εσύ όμως -πρέπει να το παραδεχθώ- πως αποδείχθηκες εξαιρετικά συνεργάσιμη! Σεβόσουν απόλυτα τις ώρες κοινής ησυχίας, δεν λέρωνες πουθενά, όταν χρειαζόταν να μείνεις μόνη στο σπίτι, δεν έκανες ζημιές κι ας τριγυρνούσες όλη μέρα δώθε-κείθε, μέχρι ν’ ακούσεις το κλειδί μου ν’ ανοίγει την εξώπορτα και να τρέξεις να με υποδεχθείς, φέρνοντας μαζί σου και το λουρί περιπάτου, επειδή όλα καλά κι άγια, αλλά η συνήθεια της βραδινής εξόδου ήταν όρος απαράβατος για τη συγκατοίκηση μας.
Κι εγώ, που δεν είχα μοιρασθεί μέχρι τότε τη βολή του σπιτιού μου με κανέναν, ένιωθα ν’ ανυπομονώ να επιστρέψω, ν’ ακούσω να με καλωσορίζει το γαύγισμα σου και να βιάζομαι να πετάξω ταγιέρ και τακούνια, να φορέσω τ’ αθλητικά και να ξεκινήσουμε την βραδινή μας βόλτα.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας, έπαιζε ρόλο σ’ όλο τούτο το σκηνικό, ότι τις περισσότερες φορές μας συνόδευε ο Νάσος. Αρχικά, για να μου δείξει πώς θα σε διαχειρίζομαι στον δρόμο με ασφάλεια και μετά, αστειευόμενος, για να μην αφήνει μόνες, να τριγυρνούν βραδιάτικα δυο όμορφες κυρίες!
Το ένα έφερε το άλλο κι αρχίσαμε να μιλάμε ειλικρινά για τους εαυτούς μας, τα πάθη, τα λάθη, τους φόβους, τα όνειρα μας, σε τέτοιο σημείο που – αφού του είχα εξομολογηθεί το ‘αμαρτωλό’ παρελθόν μου – τον ρώτησα αφελέστατα:
«Είσαι σίγουρος, Νάσο μου, πως δεν είσαι μονάχα κτηνίατρος, αλλά και ψυχολόγος ταυτόχρονα;»
Αξέχαστη θα μου μείνει η απάντηση που πήρα:
«Είμαι τόσο βέβαιος γι’ αυτό, όσο κι ότι του χρόνου τέτοια εποχή θα έχεις ανοίξει καινούριο, φωτεινό παράθυρο στη ζωή σου!»
Να ’μαστε λοιπόν, Μερέντα μου, εμείς οι δυο στο ολοκαίνουριο σπιτικό μας, να στολίζουμε χρονιάρες μέρες που έρχονται το Χριστουγεννιάτικο δέντρο!
Εγώ, τρισευτυχισμένη πλέον σύζυγος με δόξα και τιμή του κυρίου Αργυρίου, να περιμένω παρά πάσα πρόβλεψη, κόντρα σ’ όλες τις γυναικολογικές στατιστικές, το παιδί μας που δεν θέλουμε να μάθουμε το φύλο του, για να μας εκπλήξει έτσι κι αλλιώς ευχάριστα τη στιγμή που θα το πρωτοαντικρίσουμε, κι εσύ να ’χεις αναμφίβολα κατακτήσει τον τίτλο της «πρωτοκόρης» μας, που τόσο απρόσμενα έσμιξες ακατάλυτα ένα γοητευτικό, γκριζομάλλη ορκισμένο εργένη και μια ατυχήσασα στον έρωτα δικηγορίνα, που είχε πάρει απόφαση να μην αφήσει να την πλησιάσει ξανά μήτε αρσενικό κουνούπι!
Έτσι που λες, Μερέντα μου, ο ερχομός σου ήλθε κι έφερε τα πάνω-κάτω, για να στηθεί απ’ την αρχή ολόσωστα το παζλ της οικογενειακής μας ευτυχίας, που για να μην χάσω μήτε δευτερόλεπτο απ’ την ευλογημένη αύρα της, άφησα οριστικά και συνειδητά το μετερίζι της μαχόμενης δικηγορίας και οικειοθελώς εντάχθηκα στην Νομική υπηρεσία του Δήμου της περιοχής μας, έχοντας εξασφαλίσει ένα κανονικό, ανθρώπινο ωράριο κι έναν αξιοπρεπή μηνιαίο μισθό.
Για όλα τούτα, Μερέντα μου, που ευλογηθήκαμε ν’ αποκτήσουμε, θα ήταν το λιγότερο ασυγχώρητη αχαριστία εκ μέρους μας, αν δεν ετοιμάζαμε το πιο φιλόξενο σπιτικό, την πιο ζεστή γωνιά, για να υποδεχθούμε τη Θεία Γέννηση.
Ειδικά εφέτος, που το Σπήλαιο στην Βηθλεέμ εξαιτίας ειδικών συνθηκών παραμένει επ’ αόριστον «κλειστό λόγω πένθους». Τούτες τις μέρες το Θείο Βρέφος σταυρώνεται, προτού καν έλθει στον κόσμο. Με χίλιους δυο τρόπους, καθημερινά, αδιάκοπα. Ανεβαίνει στον Γολγοθά κι υφίσταται το μαρτύριο της Σταύρωσης, κάθε φορά που -απ’ την μία ή την άλλη πλευρά της εμπόλεμης σύρραξης στους Άγιους Τόπους- ένα παιδί πεθαίνει, μια γυναίκα βιάζεται, ένας άνθρωπος ακρωτηριάζεται και σκοτώνεται.
Πώς να λάμψει το άστρο της Χριστουγεννιάτικης νύχτας, σ’ έναν ουρανό που τον διατρέχουν ρουκέτες, πύραυλοι και βλήματα κάθε είδους και μορφής, σχηματίζοντας αλλόκοτα σχήματα στο στερέωμα, πριν πέσουν στην πολύπαθη γη, σκορπίζοντας θανατικό και καταστροφή;
Σου εξομολογούμαι, μάτια μου, μια μεγάλη απορία, που γιγαντώνεται μέσα μου κάτι τέτοιες στιγμές: Μήπως απομακρυνθήκαμε απ’ το Θεό, επειδή του δώσαμε κακάσχημα προσωπεία, κάνοντας τον λάβαρο στις οποιεσδήποτε επιδιώξεις μας, κι έπειτα του γυρίσαμε την πλάτη, γιατί φοβηθήκαμε αντικρίζοντας την όψη Του, που εμείς δημιουργήσαμε;
Με βρίσκεις παντελώς απροετοίμαστη να σου δώσω σαφή απάντηση… Ένα πράγμα μονάχα ξέρω με ακλόνητη βεβαιότητα και θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου: Το κακό είναι αναμφισβήτητα παντοδύναμο, όμως το καλό είναι αναντίρρητα ανίκητο κι έρχεται πάντοτε να μας αποζημιώσει τελικά! Γι’ αυτό ας το αναγνωρίσουμε, όποια μορφή κι αν έχει κι ας το τιμήσουμε ανάλογα, επειδή το μόνο σίγουρο είναι πως παρόλο που κάποτε καθυστερεί να παρουσιαστεί, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε, εφόσον αν δεν φανεί επιτέλους το καλό δεν υπάρχει